-
1 γεννάω
A- ηθήσομαι Id.4.9
): ([etym.] γέννα):—causal of γίγνομαι (cf. γείνομαι), mostly of the father, beget,ὁ γεννήσας πατήρ S.El. 1412
; οἱ γεννήσαντές σε your parents, X.Mem. 2.1.27;τὸ γεννώμενον ἔκ τινος Hdt.1.108
, etc.; ὅθεν γεγενναμένοι sprung, Pi.P.5.74; of the mother, bring forth, bear, A.Supp.48, Arist.GA 716a22, X. Lac.1.3, etc.:—[voice] Med., produce from oneself, create, Pl. Ti. 34b, Mx. 238a.3 metaph., engender, produce,λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ Democr.196
;παντοίαν ἀρετήν Pl.Smp. 209e
;διανοήματά τε καὶ δόξας Id.R. 496a
, etc.; γεννῶσι τὸν οὐρανὸν [οἱ φιλόσοφοι] call it into existence, Arist.Cael. 283b31; ὁ ἐξ ἀσωμάτου γεννῶν λόγος ib. 305a16, cf. Plot.6.6.9; of numbers, produce a total, Ph. 1.347.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek